Home Δημοσιεύσεις Τεσσαρακοστή Επέπτειος

Τεσσαρακοστή Επέπτειος

E-mail Εκτύπωση PDF
Χαράματα της μέρας εκείνης αξημέρωτα, συναχτήκαμε κάμποσοι. Όχι πολλοί, όσοι είχαμε μείνει στα πόδια μας. Νύχτα κατάμαυρη. Παντού σκοτάδια, κόλαση˙ δεν ξεχωρίζαμε την μύτη μας, την ανάσα, τον διπλανό μας. Ούτε που μετρηθήκαμε, να δούμε πόσοι είχαμε απομείνει. Ζημιάρα τέτοια περιέργεια, γρουσούζα, αχρείαστη. Στυλώσαμε τα πόδια, κάναμε καρδιά, γαϊδούρια πεισματάρικα, να βαδίσουμε στον εχθρό, να μετρήσουμε τα κουράγια μας.
Δεν ήμασταν πολλοί . Εφτά φορές μας ξόδεψαν, όγδοη τώρα.
«Πάντα λειψός ο αριθμός μας», εξηγούσε ο οδηγητής μαθημένος, «καλύτερα έτσι», συνέχιζε, «όλη η δόξα, μόνο δική μας˙ στρογγυλή, λαχταριστή».
- Άνοιγμα του κειμένου σε μοργή .pdf 62.37 Kb